- γναμμένος
- η , ο искусный, опытный (о человеке); мастерской (об исполнении);
είναι γναμμένος — мастер на все руки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
είναι γναμμένος — мастер на все руки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γναμμένος — η, ο [γνάφω] 1. αυτός που είναι ασκημένος σε κάποια δουλειά (ιδίως τεχνική) 2. αυτός που προκόβει σ ό,τι καταπιάνεται … Dictionary of Greek